-
1 διατειχιζω
(fut. διατειχιῶ)1) перегораживать стеной(τὸν Ἰσθμόν Isocr., Plut.)
2) отделять стеной(τέν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Polyb.)
3) разделять, разобщать(ἥ ῥὴς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen.; διατετείχισται ἥ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.)
1 διατειχιζω
(τὸν Ἰσθμόν Isocr., Plut.)
(τέν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Polyb.)
(ἥ ῥὴς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen.; διατετείχισται ἥ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.)